καταυλακίζω

καταυλακίζω
καταυλακίζω (Μ)
1. ανοίγω αυλάκια, οργώνω, αροτριώ
2. μτφ. κάνω βαθιές πληγές, κατατραυματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + αὐλακίζω «κάνω αυλάκι σε κήπο» (< αὖλαξ «αυλάκι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”